Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

idle conversation


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο conversation παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: idle
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conversation n (spoken dialogue) (προφορικός διάλογος)συζήτηση, κουβέντα, συνομιλία ουσ θηλ
  διάλογος ουσ αρσ
  (τηλεφωνική)συνδιάλεξη, συνομιλία ουσ θηλ
 They engaged in a friendly conversation.
 Άρχισαν μια φιλική συζήτηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
conversation n (spoken exchange of ideas)διάλογος ουσ αρσ
  συζήτηση ουσ θηλ
 The conversation allowed them to share their contrasting viewpoints.
conversation n (dialogue between groups)διάλογος ουσ αρσ
 The conversations between opposing political parties are frequently heated.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
carry on a conversation v expr (have a discussion)συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα περίφρ
 Joe can order a meal or ask directions in French, but he hasn't yet learnt enough to be able to carry on a conversation.
 Anna isn't very talkative; I find it quite hard to carry on a conversation with her.
conversation piece n (object: striking, arouses comment)άξιος λόγου εκφρ
  εντυπωσιακός επίθ
  που προκαλεί συζητήσεις περίφρ
 I don't like David's new tattoo, but it's certainly a conversation piece!
get into conversation vi (start chatting or discussing)ανοίγω συζήτηση, πιάνω συζήτηση περίφρ
 Your father and I got into an interesting conversation this morning.
hold a conversation v expr (talk, converse, chat)κάνω συζήτηση, κάνω κουβέντα έκφρ
  συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω ρ αμ
 The man was too drunk to hold a conversation.
informal conversation n (chat)ανεπίσημη συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)χαλαρή κουβέντα, χαλαρή συζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  κουβεντούλα, συζητησούλα ουσ θηλ
make conversation v expr (difficult dialogue)ανοίγω συζήτηση έκφρ
 Making conversation can be one of the toughest aspects of going on a first date.
 Το να ανοίξεις συζήτηση είναι ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια ενός πρώτου ραντεβού.
strike up a conversation v expr (start talking to [sb](με κάποιον, σε κάποιον)πιάνω κουβέντα, ανοίγω κουβέντα περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση idle conversation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «idle conversation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!