|
|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο conversation παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: idle
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| conversation n | (spoken dialogue) (προφορικός διάλογος) | συζήτηση, κουβέντα, συνομιλία ουσ θηλ |
| | | διάλογος ουσ αρσ |
| | (τηλεφωνική) | συνδιάλεξη, συνομιλία ουσ θηλ |
| | They engaged in a friendly conversation. |
| | Άρχισαν μια φιλική συζήτηση. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| conversation n | (spoken exchange of ideas) | διάλογος ουσ αρσ |
| | | συζήτηση ουσ θηλ |
| | The conversation allowed them to share their contrasting viewpoints. |
| conversation n | (dialogue between groups) | διάλογος ουσ αρσ |
| | The conversations between opposing political parties are frequently heated. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|